μνημούρι

μνημούρι
και μνημόρι, το (ΑΜ μνημόριον, Μ και μνημόρι και μνημούρι και μνημούριν)
τάφος, μνήμα, τύμβος
νεοελλ.
φέρετρο
μσν.
ταφικό μνημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. memorium «μνημείο, τάφος» με παρετυμολογική επίδραση τού μνήμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μνημούρι — το ιού, το μνήμα, ο τάφος: Από τότε που ορφάνεψε γυρίζει όλη μέρα στα μνημούρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ούρι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής από μσν. κατάλ. ούρι(ο)ν που σχηματίστηκε από ουσ. σε ουρος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μελάν ουρος > μελαν ούρι, παλί ουρος > παλι oύρı, κόντ ουρος > κοντ ούρι) και επεκτάθηκε και σε ονόματα που δεν… …   Dictionary of Greek

  • μεμόριον — μεμόριον, τὸ (ΑM, Α και μεμόριν) μνημείο για την ανάμνηση κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συμφυρμό τής ελλ. λ. μνημεῖον και τής λατ. λ. memoria «μνήμη» (πρβλ. λατ. memorium και λ. μνημούρι)] …   Dictionary of Greek

  • μνημουρόπετρα — και μνημορόπετρα, η λίθινη πλάκα σε τάφο για αναγνώριση αυτού, επιτάφια στήλη («και μια γριά μερονυχτής, σαν κλήμα, σαν μνημορόπετρα γυρτή, μοιρολογά και κλαίει», Βιζυην.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μνημούρι + πέτρα] …   Dictionary of Greek

  • μνημόρι — το (Μ μνημόρι) βλ. μνημούρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”